- ἔνστημα
- ἔνστημαobjectionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένστημα — ἔνστημα, το (Α) [ενίστημι] 1. ένσταση, αντίρρηση 2. αντίδραση, αντίσταση … Dictionary of Greek
ἐνστήματα — ἔνστημα objection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνστήματος — ἔνστημα objection neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσένστημα — ήματος, τὸ, Α αντίσταση, αντίρρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔνστημα «ένσταση, αντίσταση, αντίρρηση»] … Dictionary of Greek